- λίμνη
- Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα νερού, τροφοδοσία, μορφολογία των ακτών κλπ.) εξαρτώνται από την προέλευσή τους, γι’ αυτό κατά την κατάταξή τους λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο ο τρόπος γένεσής τους. Έτσι, υπάρχουν προσχωσιγενείς λ., τεκτονικές, φραγματογενείς, παγετωνικής ανόρυξης, καρστικές, ηφαιστειογενείς, παράκτιες, κλειστές (κλειστές θάλασσες).
Οι προσχωσιγενείς λ. οφείλονται στον σχηματισμό μιας λεκάνης με απόφραξή της από τα αλλουβιακά υλικά που μεταφέρουν οι ποταμοί και οι χείμαρροι, δημιουργώντας ένα ανάχωμα σε κάποιο σημείο της κοιλάδας. Μερικές φορές αποκόπτεται ένα τμήμα του μαιάνδρου και παρουσιάζονται τότε με σχήμα μηνοειδές. Οι λ. αυτές είναι γενικά αβαθείς και μικρών διαστάσεων. Παρουσιάζουν συνήθως ελώδη φυτική βλάστηση και τείνουν να προσχωθούν από τη συνεχή μεταφορά προσχωσιγενών υλικών.
Οι τεκτονικές λ. οφείλονται σε τεκτονικά ρήγματα –αποτέλεσμα τεκτονικών κινήσεων– ή σε ταπεινώσεις τεμαχίων του φλοιού της Γης (τεκτονικές εγκατακρημνίσεις) ή σε απόφραξη μιας κοιλάδας με κύρτωση του εδάφους εγκάρσια προς αυτήν. Οι τεκτονικές λ. είναι συνήθως οι πιο βαθιές, όπως η Τανγκανίκα (1.436 μ.), ρηξιγενούς προέλευσης, και η Βαϊκάλη (1.637 μ.). Το μεγαλύτερο σύμπλεγμα τεκτονικών λ. βρίσκεται στην κεντροανατολική Αφρική. Η Νεκρά θάλασσα, η επιφάνεια της οποίας βρίσκεται 408 μ. κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, έχει δημιουργηθεί και αυτή από τεκτονική εγκατακρήμνιση.
Οι φραγματογενείς λ. οφείλονται σε μια κατολίσθηση κορημάτων, τα οποία φράζουν το στόμιο της κοιλάδας και εμποδίζουν την έξοδο του νερού (όπως στην περίπτωση των λ. Αλέγκε και Αντρόνα), ή σε κατολίσθηση μορενών (όπως οι λ. της Πολωνίας, της Φιλανδίας και του Καναδά) ή παγετώνων (Μιάτζε). Στον τύπο αυτό των λ. ανήκουν επίσης οι τεχνητές λ., όπως οι μεγάλες λιμναίες τεχνητές λεκάνες της Ρωσίας (Ρίμπινσκ, Κουιμπίσεφ, Βόλγκογκραντ κ.ά.), των ΗΠΑ (και ειδικότερα στις κοιλάδες του Μισούρι, του Οχάιο, του Τενεσί, του Αρκάνσας και της Κολούμπια) και της Αφρικής (Καρίμπα και Aσουάν).
Οι κυριότερες λ. παγετωνικής προέλευσης βρίσκονται σε περιοχές που υπέστησαν την επίδραση των παγετώνων της τεταρτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα (Βόρεια Αμερική, βόρεια Ευρώπη και αλπική Ευρώπη). Η απόσυρση των παγετώνων άφησε έναν μεγάλο αριθμό κοιλοτήτων, οι οποίες στη συνέχεια γέμισαν με νερό. Ενίοτε αυτές οι λιμναίες εκτάσεις είναι αρκετά σημαντικές, όπως στην περίπτωση των Μεγάλων Λιμνών της Βόρειας Αμερικής ή της Φιλανδίας, όπου ο αριθμός των λ. φτάνει περίπου τις 60.000 και καταλαμβάνουν το 15% του εδάφους της χώρας. Οι προαλπικές λ. (Ματζόρε, Κόμο, Λουγκάνο, Γκάρντα, Γενεύης, Ζυρίχης, Κωνστάντιας) προέρχονται από τη διάβρωση του πυθμένα των κοιλάδων που ασκούσαν οι πάγοι κατά την κάθοδό τους, στη διάρκεια των παγετώνων της τεταρτογενούς περιόδου. Παγετωνικής ανόρυξης είναι και οι αμφιθεατρικές αλπικές λ., που σχηματίστηκαν στα σημεία όπου υπήρξαν αμφιθεατρικοί παγετώνες, όπως επίσης και οι ενδομορενικές λ. (για παράδειγμα, του Βαρέζε), οι οποίες καταλαμβάνουν τις πιο βαθιές κοιλότητες των περιοχών που παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική διαδοχική περίφραξη των μορενικών λόφων.
Οι καρστικές λ. σχηματίζονται σε ασβεστολιθικά εδάφη, τα οποία εμφανίζουν το φαινόμενο της καρστικότητας, όταν οι κοιλότητες –δολίνες και πόλγες– γεμίσουν με νερό. Συνήθως αυτές οι λ. είναι παροδικές, γιατί ο πυθμένας των κοιλοτήτων αυτών φράσσεται προσωρινά, και η διάρκειά τους εξαρτάται και από το ύψος των βροχοπτώσεων.
Οι κλειστές λ. είναι συνήθως υπολείμματα αρχαιότατων θαλασσών (όπως η Κασπία και η Αράλη) και στερούνται γενικά ενός υδάτινου ρεύματος που να τις τροφοδοτεί, γι’ αυτό και η έκτασή τους περιορίζεται διαρκώς με την εξάτμιση.
Οι ηφαιστειογενείς λ. έχουν συνήθως την έδρα τους στον κρατήρα ενός σβησμένου ηφαιστείου, ο πυθμένας του οποίου έχει αποφραχθεί και έχει κατακλυστεί από τα μετεωρικά κατακρημνίσματα (όπως στην περίπτωση της λ. Μπολσένα). Εάν όμως ο ηφαιστειακός κώνος καταστραφεί από βίαιη έκρηξη, τότε η λ. αποκτά πολύ μεγάλες διαστάσεις και καταλαμβάνει όλη την καλντέρα του ηφαιστείου. Μερικές φορές η ηφαιστειακή έκρηξη επαναλαμβάνεται και σχηματίζεται νέος κώνος μέσα στη λ., σαν νησί, για παράδειγμα η λ. Κρέιτερ στο Όρεγκον των ΗΠΑ με βάθος 608 μ. και περιφέρεια 30 χλμ.
Οι παράκτιες λ. (οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις λιμνοθάλασσες) δημιουργούνται προς τα ανάντη ακτών που έχουν κλειστεί από αβαθή θαλάσσια αποθέματα. Τέτοιες λ. βρίσκονται, για παράδειγμα, στη νότια Γαλλία, στη βόρεια Απουλία, στη νότια Βραζιλία και στις ΗΠΑ που βλέπουν στον κόλπο του Μεξικού.
Γενικά, τα νερά των ανοιχτών λ., αυτών δηλαδή που τροφοδοτούνται με αγωγό ύδατος, παρουσιάζουν συγκέντρωση αλάτων που πλησιάζει εκείνη των ρεόντων υδάτων και επηρεάζεται απευθείας από τις πετρογραφικές συνθήκες της λεκάνης τροφοδοσίας. Οι κλειστές λ., αντίθετα, είναι δυνατόν να παρουσιάζουν πολύ υψηλή συγκέντρωση αλάτων, αλλά πάντως ποικίλη και στην ποσότητα και στην ποιότητα. Γενικά, η πυκνότητα των αλάτων αυξάνει ανάλογα με τον χαρακτήρα της λεκάνης και ο τύπος των διαλυμένων αλάτων ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού της κλειστής λ. Στις πιο πρόσφατα σχηματισμένες λ. επικρατούν τα ανθρακικά άλατα, ενώ στις παλαιότερες σχηματισμένες λ. παρατηρείται η επικράτηση θειούχων, χλωριούχων και μαγνησιούχων αλάτων. Η μεγαλύτερη πυκνότητα αλάτων (περισσότερο από 20%) παρουσιάζεται στη Νεκρά θάλασσα. Άλλα παραδείγματα κλειστών αλμυρών λ. είναι η Κασπία, η Αράλη, η Μεγάλη Αλμυρή λ. Αντίθετα, η λ. Βαϊκάλη, μολονότι αποτελεί μια κλειστή λεκάνη, έχει σχεδόν γλυκά νερά, πιθανότατα εξαιτίας του πρόσφατου σχηματισμού της ή και της ανανέωσης των υδάτων, φαινόμενο το οποίο συντελείται όταν η εξάτμιση είναι μικρότερη από την εισροή ύδατος.
Οι λιμναίες λεκάνες με αξιοσημείωτες διαστάσεις έχουν μεγάλη κλιματική σημασία γιατί η μάζα των νερών τους επιδρά θερμορρυθμιστικά στις γειτονικές ζώνες και συμβάλλει στη δημιουργία ενός ήπιου μικροκλίματος, η επίδραση του οποίου αντανακλάται στο φυτογεωγραφικό και ανθρωπογεωγραφικό τοπίο. Η κλιματική αυτή επίδραση, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του τοπίου, έχει ως αποτέλεσμα την τουριστική ανάπτυξη αρκετών από τις λιμναίες αυτές περιοχές.
Από τη θερμορρυθμιστική λειτουργία των λ. εξαρτώνται και οι αύρες, περιοδικοί ημερήσιοι άνεμοι, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητοί στις πιο εκτεταμένες λ.
Εκτός από τις εποχικές διακυμάνσεις της στάθμης, που απορρέουν από τη διαφορετική ποσότητα τροφοδοσίας (ανάλογα με το ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων και με τα ύδατα που προέρχονται από την τήξη του χιονιού και των πάγων), πολλές λ. παρουσιάζουν ταλαντώσεις της στάθμης, οι οποίες οφείλονται στις αλλαγές της ατμοσφαιρικής πίεσης και στους πνέοντες περιοδικούς ανέμους, οι οποίοι δημιουργούν κυματισμό.
Άποψη της λίμνης Βαϊκάλης, της οποίας τα νερά είναι γλυκά (φωτ. ΑΠΕ).
Τα μορφολογικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των λιμναίων λεκανών εξαρτιώνται κατά μεγάλο μέρος από την προέλευσή τους, γι’ αυτό ακριβώς ταξινομούνται συνήθως με κριτήριο τη γένεσή τους. Στη φωτογραφία, η προσχωσιγενής λίμνη του Τραζιμένο, στην Ιταλία.
Λίμνη παγετωνικής προέλευσης του Λουός, στα γαλλικά Πυρηναία.
Η τεκτονική λίμνη του Λιανγκανούκο, στο Περού.
Η ηφαιστειακή λίμνη της Άσκγια, στην Ισλανδία.
Λίμνη που προέρχεται από απόφραξη, η οποία δημιουργήθηκε από κατολίσθηση, το 1642 (Αντρόνα, Ιταλία).
Η τεχνητή λίμνη του Μέγδοβα, στη Θεσσαλία.
Αναπαράσταση προϊστορικού λιμναίου οικισμού χτισμένου πάνω σε πασσάλους.
Οικισμός με πασσάλους στη Χουαχίν της Πολυνησίας.
* * *η (AM λίμνη)1. μεγάλο κοίλωμα εδάφους που περιέχει νερό το οποίο δεν επικοινωνεί άμεσα με τη θάλασσα2. τεχνητό κατασκεύασμα για συγκέντρωση πόσιμου ύδατος ή για βιομηχανικούς σκοπούς (α. «η λίμνη τού Μαραθώνα» β. «ώρυσσε έλυτρον λίμνη», Ηρόδ.3. ελώδης τόπος, τέναγοςνεοελλ.μτφ.1. αφθονία υγρού χυμένου στο έδαφος («λίμνη αίματος»)2. φρ. «Λίμνη τών Κύκνων» — γνωστότατο μπαλέτο σε τέσσερεις πράξεις με μουσική Τσαϊκόφσκιμσν.λιμάνιαρχ.1. θάλασσα2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Λίμναια) τοποθεσία τών Αθηνών κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιονβ) συνοικία ή προάστιο τής Σπάρτηςγ) τοποθεσία στη Μεσσηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λί-μνη συνδέεται άμεσα με τη λ. λειμών* και εμφανίζει επίθημα -μνη (πρβλ. στρω-μνή).ΠΑΡ. λιμνάζω, λιμναίος, λιμνήσιος, λιμνίον, λίμνιος, λιμνώδηςαρχ.λιμνάτις, λιμνηδόν, λίμνηθεν, λιμνηστρίς, λίμνηστρον, λιμνήτης, λιμνιτικός, λιμνίτις, λιμνώνεοελλ.λιμνίτσα, λιμνούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμνόβιος, λιμνοθάλασσα, λιμνοφυής, λιμνοχαρήςαρχ.λιμνόδρομος, λιμνόστρεον, λιμνοσώματος, λιμνουργός, λιμνόχαριςμσν.- νεοελλ.λιμνοειδήςνεοελλ.λιμνογράφος, λιμνοδίαιτος, λιμνολογία, λιμνομετρία, λιμνόμετρο, λιμνότοπος. (Β συνθετικό) αρχ. στομαλίμνηνεοελλ.βαλτολίμνη, θαλασσολίμνη, ποταμολίμνη].
Dictionary of Greek. 2013.